συνυποδύομαι

συνυποδύομαι
Α
1. εισχωρώ κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο
2. υφίσταμαι κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τῆς αἰτίας μὴ μετέχοντας αὐτοὺς συνυποδύεσθαι τὸν κίνδυνον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὑποδύομαι «εισέρχομαι, εισχωρώ, βαστάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνυποδυόμενον — συνυποδύομαι insinuate oneself along with pres part mp masc acc sg συνυποδύομαι insinuate oneself along with pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποδύεσθαι — συνυποδύομαι insinuate oneself along with pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”